- οκότερος
- ὁκότερος, -έρα, -ον (Α)ιων. τ. βλ. οπότερος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁκότερος — ὁπότερος which of two masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπότερος — ὁπότερος, επικ. τ. ὁππότερος, ιων. τ. ὁκότερος, έρα, ον (Α) (αντων.) 1. (ως αναφ.) ποιος από τους δύο 2. (με το ἂν ή το κεν και με υποτ. σχετικά με αόρ. γενικότητα) όποιος από τους δύο και αν, οποιοσδήποτε 3. (ως αόρ.) ο ένας από τους δύο, όποιος … Dictionary of Greek